εύξεινος

εύξεινος
-ο(ν) (Α εὔξεινος, -ον, ιων. τ. τού εὔξενος, -ον)
φρ. «Εύξεινος Πόντος» ή «Εύξεινος»
(κατ' ευφ. αντί άξενος) Μαύρη Θάλασσα («ἐξίει πρὸς βορεὴν ἄνεμον ἐς τὸν Εὔξεινον καλεόμενον Πόντον», Ηρόδ.)
αρχ.
(και με τα ουσ. πέλαγος, οἶδμα) φιλικός προς τους ξένους, φιλόξενος (για τον Εύξεινο Πόντο) (α. «ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει νᾱσον», Πίνδ.
β. «ἔβα δι' Εὔξεινον οἶδμα λίμνας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η καταγωγή τής ονομασίας δεν είναι ελληνική. Οφείλεται σε παρετυμολογία ενός ιρανικής προελεύσεως επιθέτου (πρβλ. αβεστ. axšaēna, περσ. axšaina) με σημασία «σκουρόχρωμος», το οποίο ηχητικά πλησίαζε πολύ προς το ελλ. άξεινος (< α- στερητικό + -ξείνος «ξένος, φιλοξενούμενος»). Οι γνωστές τρικυμίες αυτής τής θάλασσας καθιστούσαν την ονομασία Άξεινος Πόντος («Αφιλόξενη Θάλασσα») πολύ κατάλληλη. Αντ' αυτής όμως επικράτησε τελικά λόγω ευφημισμού η αντίθετή της Εύ-ξεινος (< ευ + ξείνος «ξένος, φιλοξενούμενος») δηλ. «Φιλόξενη Θάλασσα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Εὔξεινος — kind to strangers masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔξεινος — εὔξενος kind to strangers masc/fem nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εύξεινος Πόντος ή Μαύρη θάλασσα — Εσωτερική θάλασσα (460.000 τ. χλμ.) που περικλείεται από την Τουρκία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουκρανία, τη Ρωσία και τη Γεωργία. Συγκοινωνεί με τη Μεσόγειο θάλασσα με το στενό του Βοσπόρου, την Προποντίδα και τα στενά των Δαρδανελίων. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Εὐξείνω — Εὔξεινος kind to strangers masc nom/voc/acc dual Εὔξεινος kind to strangers masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐξείνοιο — Εὔξεινος kind to strangers masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐξείνου — Εὔξεινος kind to strangers masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐξείνων — Εὔξεινος kind to strangers masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐξείνως — Εὔξεινος kind to strangers masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐξείνῳ — Εὔξεινος kind to strangers masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὔξεινον — Εὔξεινος kind to strangers masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”